- φιλοπονηρία
- ἡ, ΜΑ [φιλοπόνηρος]η ιδιότητα τού φιλοπόνηρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοπονηρία — φιλοπονηρίᾱ , φιλοπονηρία love of bad men and actions fem nom/voc/acc dual φιλοπονηρίᾱ , φιλοπονηρία love of bad men and actions fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπόνηρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει τάση προς το πονηρό 2. φίλος πονηρών ανθρώπων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπόνηρον η φιλοπονηρία*. επίρρ... φιλοπονήρως Μ με φιλοπονηρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πονηρός] … Dictionary of Greek